μαλακογνώμων

μαλακογνώμων
μαλακογνώμων, -ον (Α)
ενδοτικός, πράος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + γνώμων (< γιγνώσκω), πρβλ. ευ-γνώμων, λεπτο-γνώμων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μαλακογνώμων — mild of mood masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακογνώμονα — μαλακογνώμων mild of mood neut nom/voc/acc pl μαλακογνώμων mild of mood masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνώμονας — Όργανο που χρησιμεύει για τη χάραξη κάθετων ευθειών καθώς και για τον έλεγχο της καθετότητας δύο ευθειών ή δύο επιπέδων. Αποτελείται από δύο κανόνες σε ορθή γωνία. Για το γεωμετρικό σχέδιο ο γ. κατασκευάζεται, γενικά, σε σχήμα ορθογώνιου τριγώνου …   Dictionary of Greek

  • μαλακός — (4ος αι. π.Χ.). Ιστορικός ο οποίος, σύμφωνα με τον Αθήναιο, έγραψε το έργο Σιφνίων Ώροι, την ιστορία δηλαδή της Σίφνου, το οποίο δεν διασώθηκε. * * * ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαλακός, ή, όν) 1. απαλός στην αφή, αυτός που υποχωρεί σε πίεση, σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”